- λέκιασμα
- το пачканье, маранье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λέκιασμα — το, ατος το λέρωμα, το κηλίδωμα: Παρόλο που ήταν προσεκτικός δεν απέφυγε το λέκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέκιασμα — το [λεκιάζω] κηλίδωμα, λέρωμα … Dictionary of Greek
κηλίδωμα — το (Α κηλίδωμα) [κηλιδώ] ρύπανση, λέκιασμα, λέρωμα, κηλίδα … Dictionary of Greek
λάδωμα — το [λαδώνω] 1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι 2. λέκιασμα από λάδι 3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση … Dictionary of Greek
λέρωμα — το [λερώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λερώνω, λέκιασμα, βρόμισμα, ρύπανση, κηλίδωση … Dictionary of Greek
λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα … Dictionary of Greek
λέρωμα — το, ατος λέκιασμα, βρόμισμα: Το λέρωμα του πατώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)